Όπως κάθε τομέας της ζωής στην Ελλάδα, έτσι και το ποδόσφαιρο δείχνει (και είναι) βαθύτατα επηρεασμένο από την παγκόσμια οικονομική κρίση της τελευταίας τριετίας. Οι εποχές των παχέων αγελάδων με τα πανάκριβα συμβόλαια των παικτών, τις εξωπραγματικές συμφωνίες τηλεοπτικών δικαιωμάτων και τις μεταγραφές με τα πολλά μηδενικά να συνοδεύουν τον πρώτο αριθμό του ποσού, μοιάζουν να έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Κατά συνέπεια, οι πρόεδροι-επενδυτές των ποδοσφαιρικών συλλόγων κλήθηκαν να προσαρμοστούν στα δεδομένα όπως αυτά ορίζονται από την κρίση. Έτσι, προέκυψε ο όρος «ελληνοποίηση».
Φυσικά, ο όρος μπορεί να ερμηνευτεί κατά το δοκούν. Μία ανάγνωση είναι πως οι διοικήσεις θα αναγκαστούν, ελλείψει ρευστού, να στελεχώσουν το έμψυχο δυναμικό με γηγενές στοιχείο, που είναι φθηνότερο. Η άλλη ανάγνωση (ρομαντική ή όχι θα φανεί στο μέλλον) είναι πως οι σύλλογοι της χώρας μας θα δουν ως μονόδρομο την αξιοποίηση των τμημάτων υποδομής («Ακαδημίες» σύμφωνα με τον πομπώδη τίτλο που χρησιμοποιείται εν Ελλάδι).
Ωστόσο, όποια από τις δύο εκδοχές και αν υφίσταται, υπάρχει περιθώριο να προκύψει κάτι θετικό. Αντί για «στρατιές» ή «καραβιές» ξένων αμφισβητούμενης ποιότητας, θα δοθεί ευκαιρία σε νεαρούς Έλληνες, οι οποίοι, σε άλλη περίπτωση, θα έμεναν στα αζήτητα. Η έγκαιρη ανάδειξη και καθιέρωση των παιδιών από τις Ακαδημίες θα προσφέρει σε αρκετούς την ευκαιρία καριέρας σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, γεγονός που θα έχει πολλαπλά οφέλη και στα εθνικά συγκροτήματα.
Όσο λοιπόν και αν ακούγεται οξύμωρο ή και άστοχο, ακόμη και σε αυτούς τους ανελέητους και αδυσώπητους καιρούς που ζούμε, μπορεί να βγει κάτι καλό. Άλλωστε, το είπαν και κάποιοι άλλοι, εξόχως σοφότεροι του γράφοντος: ουδέν κακόν αμιγές καλού.